πρασινίζω

πρασινίζω
ΝΜΑ [πράσινος]
νεοελλ.
1. κάνω κάτι πράσινο («πρασίνισες το πουκάμισό σου με τα χόρτα»)
2. (για τα φυτά και τη γη) σκεπάζομαι από φύλλα ή χλόη («οι κάμποι επρασινίζανε, τα πλάγια κοκκινίζαν», δημ. τραγούδι)
3. φρ. «πρασίνισε από το κακό του» — ενοχλήθηκε πάρα πολύ, θύμωσε, πολύ)
νεοελλ.-μσν.
αποκτώ πράσινο χρώμα, γίνομαι πράσινος, φαίνομαι πράσινος (α. «δύο κυπαρίσσια αδελφωμένα που πρασινίζουνε μέσ' στους σταυρούς», Σολωμ.
β. «πρασίνισε από τον φόβο του»)
αρχ.
παίρνω το χρώμα τού πράσου, πρασίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρασινίζω — πρασινίζω, πρασίνισα, πρασινισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πρασινίζω — πρασίνισα, πρασινίστηκα, πρασινισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι πράσινο, βάφω πράσινο: Κάθισες στα χόρτα και πρασίνισες τα ρούχα σου. 2. αμτβ., γίνομαι πράσινος: Δυο κυπαρίσσια αδελφωμένα που πρασινίζουνε μες στους σταυρούς (Σολωμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρασινίζον — πρασινίζω pres part act masc voc sg πρασινίζω pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρασινίζουσα — πρασινίζω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρασινίζουσαν — πρασινίζω pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχλοάζω — (Μ) 1. πρασινίζω, θάλλω 2. παθ. καταχλοάζομαι καλύπτομαι από πράσινη χλόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χλοάζω «πρασινίζω» (< χλόη)] …   Dictionary of Greek

  • θηλέω — και δωρ. τ. θαλέω (Α) 1. (για λειμώνες και αγρούς) θάλλω, ανθώ, πρασινίζω (α. «λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον», Ομ. Οδ. β. «θάλησε σελίνοις», «Πίνδ.) 2. μτφ. αυξάνομαι, ευδοκιμώ 3. κάνω κάποιο φυτό να ανθήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός… …   Dictionary of Greek

  • ξαναπρασινίζω — 1. πρασινίζω ξανά 2. μτφ. ακμάζω ξανά, αναθάλλω («αν η νιότης μια βολά διαβεί και μάς αφήσει, πλια της σ εμάς δεν στρέφεται να ξαναπρασινίσει», Σουμμ.) …   Dictionary of Greek

  • περιπρασινώ — όω, Α 1. κάνω κάτι καταπράσινο, εντελώς πράσινο 2. παθ. περιπρασινοῡμαι, όομαι (για γη) γίνομαι καταπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πρασινῶ «πρασινίζω, κάνω κάτι πράσινο»] …   Dictionary of Greek

  • πρασίνισμα — ατος, το, Ν [πρασινίζω] 1. βαφή με πράσινο χρώμα ή απόκτηση πράσινου χρώματος 2. (φυτοπαθ.) η εμφάνιση πράσινου χρώματος σε τμήματα ενός φυτού τα οποία, κανονικά, δεν είναι πράσινα, φαινόμενο τού οποίου σημαντικότερη περίπτωση είναι η χλωρανθία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”